Η καθολική επικράτηση της ιδέας ότι η εθνική ταυτότητα είναι μια νοητική κατασκευή και οι παρελάσεις εκδηλώσεις νομιμοποίησης της, δεν είναι παράμετροι άγνωστες στη συνείδησή μας. Παρόλα αυτά, κατασκευές είναι όλες οι ταυτότητες, ακόμη και όλες οι ιδεολογίες. Π.χ. Οι δογματικοί κομμουνιστές έχουν ως σύμβολό την Οκτωβριανή Επανάσταση. Η τομή του 1917, η χρονιά-μύθος για το παγκόσμιο προλεταριάτο προκαλεί ακόμη τη συσσωρεμένη συναισθηματική φόρτιση στους σκληροπυρηνικούς κομμουνιστές, τη νοσταλγία «αυτού που ήταν κάποτε», όσο προκαλεί συγκίνηση στα μέλη φασιστικών οργανώσεων η μυθολογία που περικλείει το 1821, ή στους Αμερικάνους πατριώτες η 11η Σεπτεμβρίου.
Η παρέλαση δεν είναι τίποτα άλλο από μια τελετουργία ενθύμησης κάποιου γεγονότος βαρύνουσας σημασίας, το οποίο, εμπεριέχει μυθολογικές αναπαραστάσεις, με ηρωισμούς, αυτοθυσίες κτλ. Η παρέλαση με άλλα λόγια είναι η διαδικασία ενθύμησης ενός εθνικού μύθου.
Σήμερα δεν αρκούμαστε στο να καταδικάσουμε τον εθνικισμό και τις παρελάσεις, ως ανούσια προϊόντα που παράγει η εθνική ή καπιταλιστική εξουσία. Αναγνωρίζουμε φυσικά, ότι έχουν αποπροσανατολιστικό χαρακτήρα καθότι λειτουργούν εις βάρος της αυτοσυνείδησης των πολιτών, και της αυτοαναίρεσης των οποιονδήποτε πολιτικών ή ιδεολογικών ταυτοτήτων τους και λειτουργούν ως μέσα χειραγώγησης, τουλάχιστο της νεολαίας. Επίσης, δεν είναι τα υποκείμενα, οι πατριώτες, οι εθνικόφρονες και τα μέλη ακροδεξιών και φασιστικών οργανώσεων, που υπεραμύνονται των παρελάσεων, ως το μείζων πρόβλημα, αλλά οι κοινωνικές και κρατικές δομές, οι οποίες όχι μόνο ιδεολογικοποιούν την εθνική ταυτότητα, αλλά και επιτρέπουν την παραπέρα ισχυροποίησή της μέσω των εκδηλώσεων οι οποίες την διεγείρουν. Σε αυτές τις εκδηλώσεις ανήκουν κι οι παρελάσεις. Έτσι λοιπόν η παρέλαση είναι και ένα θέαμα. Η εξουσία, όχι μόνο δεν ξεχνά το εθνικό φαντασιακό, αλλά φροντίζει μέσω της κοινωνίας του θεάματος να προσθέσει νέα νοήματα στον εθνικισμό, ακόμη πιο γραφικά και συντηρητικά από τα παλιά. Οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους, από το σχολείο και τα ΜΜΕ και από την οικογένεια έως και τον αθλητισμό, εκπαιδεύουν τις μάζες στην ιδέα πως μια κοινή ουσία μας ενώνει σε ένα ομοιογενές σύνολο με δεσμούς αίματος, πολιτισμού, κοινής καταγωγής και γλωσσικής καθαρότητας που ορίζουν το Έθνος. Έτσι, ο εθνικισμός που προκύπτει, δεν σχετίζεται μόνο με ακραία ιστορικά φαινόμενα βίας και λυσσαλέας μισαλλοδοξίας, αλλά και με την καθημερινή ζωή του Έθνους, με τις ήσυχες μέρες του απλού πατριώτη και νοικοκύρη. Αυτή είναι μια δεύτερη μορφή εθνικισμού πλάι στην παραδοσιακή.
Ενώ διατηρεί τα εθνικά χαρακτηριστικά της, η επέτειος της 25ης Μαρτίου έχει, όπως αναφέραμε και προηγουμένως, τελετουργικό χαρακτήρα. Μαθητικές παρελάσεις π.χ. γίνονται σε κάθε γωνιά της Ελλάδας. Τι είναι αυτό που ενώνει άραγε όλους τους «πατριώτες» σε μια ιδεατή αλληλεγγύη;
Η απάντηση είναι «μάλλον τίποτα». Οι κρητικοί δεν έχουνε γνωριστεί με τους μανιάτες, ούτε και τους έχουνε βιώσει. Το ίδιο ίσως και οι μανιάτες με τους μακεδόνες. Είναι περισσότερο η εικόνα που έχουμε για τους άλλους συνέλληνες – συμπατριώτες μας, με τους οποίους έχουμε συνάψει μια φαντασιακή σχέση ως ομοεθνείς, ως κάποιοι οι οποίοι φέρουμε το «ελληνικό αίμα».
Εδώ είναι πολύ σημαντικό να τονίσουμε τη σημασία όχι της παρέλασης αυτής καθεαυτής αλλά όλων των παρελκόμενων εκδηλώσεων που τη συνοδεύουν. Η παρέλαση συνοδεύεται από μια κουλτούρα υπενθύμισης της εθνικής ταυτότητας, όταν οι γονείς «μαθαίνουν» στα παιδιά τους για το έπος του ’21, όταν οι πολίτες βγάζουν τις σημαίες στα μπαλκόνια, κτλ. Η σημαία τοποθετείται σε οικιακούς και δημόσιους χώρους, είτε από συνήθεια και σεβασμό προς την παράδοση, είτε με σαφή ιδεολογικό προσανατολισμό, με στόχο την επίδειξη ενός λησμονημένου πατριωτισμού. Μην ξεχνάμε ότι αποτελεί και το κυρίαρχο σύμβολο της εθνικής παρέλασης κι εδώ πρέπει λίγο να στρέψουμε την προσοχή μας. Τι είναι η σημαία και πως αντιμετωπίζεται; Γράφει λοιπόν κάτι ενδιαφέρον ο Ηλίας Ιωακείμογλου:
«Είναι αδύνατο να μη συσχετίσει κάποιος την τάση για επανάληψη του τελετουργικού με το φετιχιστικό σεβασμό στις παραδόσεις όσων εκστασιάζονται με τη σημαία του έθνους, καθώς και την απέχθειά τους για τους νεωτερισμούς. Επανάληψη μέσα σε τελετουργικά προσδιορισμένα από την παράδοση ώστε το όμοιο να μοιάζει με το όμοιο και αυτό που συνέβη χτες να είναι πανομοιότυπο με αυτό που συμβαίνει σήμερα, σε έναν κόσμο ακίνητο, παγωμένο, σε έναν κόσμο χωρίς χρόνο, όπου θα μπορούσες να αναδιατάξεις τα γεγονότα σε αυθαίρετες ακολουθίες χωρίς συνέπεια για το νόημα τους. Σε έναν κόσμο από τον οποίο απουσιάζει η αλλαγή και ο νεωτερισμός: τέτοιο είναι το πλαίσιο, μέσα στο οποίο όσοι τιμούν και λατρεύουν τη σημαία ή τη θεωρούν ιερή, εκτονώνουν την εσωτερική τους ένταση και ηδονίζονται στη θέα της».
Αναφορικά με το πώς κατασκευάζεται το νόημα της ελληνικής σημαίας, ο Ιωακείμογλου αναφέρει πως όταν κυματίζω μια σημαία στο σπίτι μου, αποτελεί μια δική μου υπόθεση, ιδιωτική / οικεία. Όταν όμως από την ιδιωτική σφαίρα η σημαία περνάει στη δημόσια, τα πράγματα είναι διαφορετικά, καθώς η σημαία αποκτά τη σημασία ενός μαζικού συμβόλου.
Από τη στιγμή που η εκάστοτε εξουσία έχει τη δυνατότητα και τη δύναμη να καταστήσει τη σημαία ως μαζικό σύμβολο, δίνοντας της νόημα – σημαινόμενο, τότε μέσω τακτικών χειραγώγησης μπορεί να την εξάγει από τη σφαίρα του δημόσιου στη σφαίρα του κάθε ιδιωτικού.
Υπάρχουν έντονες πολιτισμικές και ιδεολογικές διαφορές ανάμεσα σε έναν ο οποίος δακρύζει αντικρίζοντας ένα γαλανόλευκο πανί, και σε έναν ο οποίος αδιαφορεί μπροστά στη θέασή του. Αυτό δικαιολογεί και το γεγονός ότι πίσω από μια σημαία κρύβεται έναν σημαίνον και ένα σημαινόμενο- ένας συμβολισμός.
Η ελληνική σημαία εμπεριέχει ένα βαρύ συναισθηματικό περιεχόμενο για πολλούς. Στόχος όσων είναι αντίθετοι στις παρελάσεις και στην έγερση σημαιών, δεν είναι οι Έλληνες, οι οποίοι διατηρούν τα πατριωτικά- εθνικά τους ένστικτα, οι οποίοι προκαλούνται με το κάψιμο της σημαίας, ένα σύμβολο που αγαπάνε, ή όταν θίγονται αξίες τόσο σημαντικές γι' αυτούς, όπως είναι η παρέλαση. Η βεβήλωση της σημαίας, και κυρίως της ελληνικής, δεν γίνεται καίγοντας την, αλλά με έναν τρόπο σαφώς ριζοσπαστικότερο: με την απομυθοποίησή της ως σύμβολο και εντέλει απονομιμοποίησή την. Ο Ράιχ, μιλώντας για το θρησκευόμενο άτομο, είχε γράψει κάποτε, ότι δεν πρόκειται να επιτευχθεί τίποτα με την βίαιη κατάργηση της θρησκείας, από τη στιγμή που η τελευταία ενυπάρχει στη συνείδηση των περισσοτέρων ανθρώπων. Είπε χαρακτηριστικά, ότι όταν οργανωθεί η σεξουαλική οικονομία, τότε το θρησκευτικό ένστικτο θα εξαφανιστεί από μόνο του.
Έτσι κι εμείς μπορούμε να πούμε ότι η πίστη αυτών των ανθρώπων σε αυτές τις αξίες δεν θα καταργηθεί με τη βία, ούτε με τον εξαναγκασμό, αλλά μόνο με την παιδεία, και στην προκειμένη περίπτωση με την αντιπληροφόρηση και την αυτομόρφωση.
Ναι ή όχι στις παρελάσεις;
Διάφοροι πολιτικοί χώροι, αλλά και αυτόνομοι πολίτες και πρωτοβουλίες εκφράζουν τη θέση τους για το αν θα πρέπει ή όχι να υπάρχουν παρελάσεις στην Ελλάδα.
Το ιδεολόγημα της αριστεράς ότι οι μαθητικές παρελάσεις ξεκίνησαν από την δικτατορία της 4ης Αυγούστου και μετά, και άρα πρέπει να καταργηθούν, δεν πείθει κανέναν πλέον, από τη στιγμή που όχι μόνο είναι εντελώς διαφορετικοί σήμερα οι όροι υπό τους οποίους διεξάγονται οι μαθητικές και οι στρατιωτικές παρελάσεις, αλλά και αυτές δεν ήταν εφεύρεση του Μεταξά, όπως έχουν επικαλεστεί διάφορα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, υπήρχαν και παλαιότερα.
Το δεύτερο ιδεολόγημα της αριστεράς, είναι η συγκριτική που γίνεται σήμερα ανάμεσα στις παρελάσεις ανά τον κόσμο. Τελείως διαφορετικό χαρακτήρα έχει η ελληνική παρέλαση της 25ης Μαρτίου, από την ρωσική για την απελευθέρωση της 9ης Μαΐου, η οποία λαμβάνει χώρα σε μια ατμόσφαιρα άκρατου εθνικισμού στο Κρεμλίνο, ή από τη γαλλική της 14ης Ιουλίου, η οποία είναι μια εκδήλωση πεντακάθαρου κοσμοπολιτισμού, περισσότερου κι από αυτού που θα μπορούσαμε να συναντήσουμε στις επιδείξεις μόδας του Ίβ-Σεν-Λοράν. Η ελληνική παρέλαση πρέπει να μελετηθεί συγκεκριμένα στο ελληνικό παράδειγμα κι όχι σε σύγκριση με άλλες περιπτώσεις, καθώς οι διαφορές είναι δομικές.
Φορείς πιο συντηρητικών στρωμάτων της κοινωνίας αναφέρουν ότι οι παρελάσεις δεν ταυτίζονται με τον εθνικισμό, αλλά περισσότερο με τον πατριωτισμό, κάνοντας ορατή μια διάκριση ανάμεσα στις δύο έννοιες. Εδώ θα εκδηλώσουμε κάθετα τη διαφωνία μας, καθώς υπάρχει ένα φαντασιακό το οποίο καθιστά τον πατριωτισμό ως αριστερή εκδοχή του εθνικισμού. Η ιστορία έχει περίτρανα αποδείξει ότι εφόσον υπάρχουν οι συνθήκες, η μετάβαση από τον πατριωτισμό στον εθνικισμό γίνεται πολύ εύκολα.
Επίσης παράπλευρα χαρακτηριστικά των παρελάσεων, τα οποία και αγνοούν οι υπέρμαχοι τους, δημιουργούν επιμέρους προβλήματα. Για παράδειγμα, οι μαθητικές παρελάσεις, καλλιεργούν στη νέα γενιά την ψυχολογία της μαζικής πειθαρχίας. Η «στρατευμένη μαθητιώσα νεολαία» υποχρεούται να δείξει την υποταγή και σεβασμό της στην πολιτική και εκκλησιαστική εξουσία με τη στροφή του κεφαλιού της και να χαιρετά, κι αυτοί να την καμαρώνουν. Επίσης δημιουργούνται διακρίσεις αφού οι ψηλοί μπαίνουν μπροστά, οι κοντοί πίσω, οι αριστούχοι στο άγημα και οι υπόλοιποι παρακάτω. Επίσης, το παράδειγμα του αριστούχου Αλβανού μαθητή στην Ελλάδα Οδυσσέα Τσενάι καταμαρτυρεί το πώς οι μαθητικές παρελάσεις μπορούν να αποτελέσουν μια πολύ καλή αφορμή για ρατσιστικές, εθνικιστικές εκδηλώσεις, ειδικά στις τοπικές συντηρητικές κοινωνίες. Οι διαμαρτυρίες των Ελλήνων στις περιπτώσεις ανέγερσης της ελληνικής σημαίας από αλλοδαπούς φοιτητές στις παρελάσεις φαίνονται ως ένα παράξενο φαινόμενο: υπάρχουν πατριώτες, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι οι αλλοδαποί μαθητές βοηθήθηκαν βαθμολογικά από τους δασκάλους – καθηγητές τους γι’ αυτό και χρήστηκαν σημαιοφόροι, υπάρχουν και πατριώτες όμως, οι οποίοι λένε ότι δεν πρέπει να σηκώνει τη σημαία αλλοδαπός, διότι η σημαία πρέπει να φέρεται μόνο από Έλληνες. Όλοι μαζί αυτοί βέβαια επικαλούνται το νόμο, ο οποίος δεν ξέρω κατά πόσο ερμηνεύεται σωστά, σύμφωνα με τον οποίο απαγορεύεται αλλοδαπός να είναι σημαιοφόρος σε παρέλαση.
Πώς όμως όλα αυτά συμβάλλουν στη διαμόρφωση ελεύθερων και ανεξάρτητων συνειδήσεων που είναι στόχος της εκπαίδευσης; Πόσο κοντά στην παιδική ψυχή είναι τέτοιου είδους στρατοκρατικές εκδηλώσεις;
Η απάντηση είναι καθόλου. Θα ήταν πολύ προτιμότερο τα παιδιά να γνώριζαν βασικά ιστορικά στοιχεία για την ελληνική επανάσταση, έτσι ώστε να μην ακούμε συχνά μαργαριτάρια, αντί να παρελαύνουν στους δρόμους τιμώντας κάτι για το οποίο έχουν πλήρη άγνοια, άγνοια την οποία έχουν και οι στρατιωτικοί. Τέλος, από τη στιγμή που υπάρχει έλλειψη βασικών γνώσεων για τα γεγονότα τα οποία παρελαύνουν και τιμούν, μαθητές και στρατιώτες θα έπρεπε να αρνούνται κάθετα οποιαδήποτε επιταγή – διαταγή του κράτους για συμμετοχή σε αυτές και άρα να απέχουν από τις παρελάσεις.
Είναι αδιανόητο, η μαθητές, αλλά και οι καθηγητές, οι οποίοι ξεσηκώθηκαν το Δεκέμβρη εναντίον της κρατικής εξουσίας και των οργάνων της, να δείχνουν υποταγή στην εξουσία που έφτυναν και λιθοβολούσαν. Η αλληλεγγύη που έδειξαν οι μαθητές σε ένα συμμαθητή τους, στον Αλ. Γρηγορόπουλο, δεν επιτρέπει στη συνείδησή τους να στρέφουν το κεφάλι τους και να χαιρετούν την πολιτική, αστυνομική και στρατιωτική ηγεσία.
Είναι σίγουρο ότι δύσκολα θα επιτευχθεί η κατάργηση των παρελάσεων, ως μιλιταριστικών εκδηλώσεων από το ίδιο το κράτος. Κι αυτό γιατί το κράτος προωθεί τις ιεραρχικές δομές στα σχολεία, προσπαθεί να περάσει μιλιταριστικά ένστικτα στους μαθητές, έτσι ώστε να υποτάσσονται τα παιδιά στους θεσμούς της εξουσίας.
Μένει λοιπόν από τους μαθητές κι από τους καθηγητές τους να λειτουργήσουν πρωτοβουλιακά και να δώσουν μια απάντηση στους πατριδοκάπηλους καραβανάδες και στα εθνικιστικά προτάγματα της εξουσίας. Νομίζω ότι οφείλουν να πράξουν έτσι, ώστε και πέρα από τις παρελάσεις, τα σύγχρονα σχολεία να μην καταντήσουν κελιά της γνώσης και φυλακές της ελπίδας, αλλά παράδεισοι της αντιγνώσης, και φυλακές της απελπισίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου